17/11/10

Αφιερωμένο σε εκείνη ..




Στα περισσότερα παιδιά αρέσουν τα Χριστούγεννα άντε και το Πάσχα. Τα φωτάκια, οι στολισμένοι δρόμοι και τα δώρα, πολλά δώρα, προσθέτουν την απαραίτητη μαγεία στην ατμόσφαιρα. Εγώ από μικρός είχα εμμονή με την επέτειο του Πολυτεχνείου. Ενώ η μητέρα μου δουλεύει εξαντλητικά ωράρια όλη την περίοδο των Χριστουγέννων και ως και το Μεγάλο Σάββατο το Πάσχα, πάντα η 17 Νοέμβρη ήταν η δική μας μέρα. Κάθε χρόνο ακολουθούσαμε αυστηρά το τελετουργικό μας. Αφετηρία ο σταθμός της Ν.Ιωνίας έπειτα οι καμινάδες στον Περισσό, το νεκροταφείο στα Πατήσια, οι πολύχρωμες αφίξεις στην Αττική, οι μεγάλες τουαλέτες στην Βικτώρια και τέλος η μόνιμα σε ανακαίνιση Ομόνοια. Η έξοδος από τον σταθμό σηματοδοτούσε την έναρξη της γιορτής. Μουσικές, τραγούδια και ομιλίες από τα μεγάφωνα. Θυμάμαι πως συνεχώς σκεφτόμουν τι να σημαίνουν όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις που άκουγα αλλά σπάνια ρωτούσα γιατί οι πολύχρωμες επιγραφές του Μινιόν μου αποσπούσαν την προσοχή. Ο κόσμος στους ελεύθερους από αυτοκίνητα  δρόμους, με τα πολύχρωμα πλακάτ και τα χαμογελαστά πρόσωπα, φάνταζε τόσο οικείος και ξένος από τους μόνιμα βιαστικούς περαστικούς. Ναι, ήμουν σίγουρος πως η 17 Νοέμβρη άξιζε περισσότερο από μία βόλτα στο λούνα-παρκ και αυτό πιστέψτε με ήταν πολύ σημαντικό τότε! Στην γωνία της Στουρνάρη  σταματούσαν όλα! Λες και περνούσα κάποια αόρατα σύνορα όπου οι νόμοι του νέου κράτους μου επέβαλλαν να είμαι ευλαβικός με το κάθε τι. Ξεκινούσε η περιπέτεια και έπρεπε να είμαι εκεί. Έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να αφαιρεθώ και να χάσω κάποια λεπτομέρεια.

Ύστερα μερικές δραχμές για να αγοράσουμε γαρύφαλλα και να’μαι ξανά, στέκομαι μπροστά στην μεγάλη σιδερένια πόρτα. Πάντα, ακόμα και σήμερα, μου κάνει εντύπωση αυτή η πόρτα και άργησα πολύ να καταλάβω πόση δύναμη χρειαζόταν για να σταθεί αφού είχα δει πόσο εύκολα μπορεί να πέσει. Κάθε φορά ρωτούσα σε ποιον ανήκει αυτό το μεγάλο κεφάλι και κάθε φορά έπαιρνα την ίδια παράξενη απάντηση, ‘στους φοιτητές’. Δεν καταλάβαινα, αλλά άφηνα τα λουλούδια δίπλα γιατί δεν ήθελα να χάσω χρόνο με διαφωνίες και ερωτήσεις. Το ταξίδι από εδώ και πέρα ήταν μαγικό. Κόσμος παντού, νέα παιδιά ντυμένα παράξενα, παρέες σε σχολικά θρανία, γέλια και τραγούδια. Όλα φάνταζαν τόσο όμορφα αλλά τίποτα δεν συγκρινόταν με τις αίθουσες του πανεπιστημίου. Τις γυρνούσα όλες. Θυμάμαι χρόνο με το χρόνο να βλέπω τις ίδιες φωτογραφίες, τα ίδια συνθήματα, τους ίδιους καταλόγους με νεκρούς αλλά δεν με πείραζε. Χρόνο με το χρόνο θυμάμαι η μητέρα μου να δυσανασχετεί και να βαριέται να παρακολουθεί τις ίδιες διαλέξεις από τα ίδια άτομα αλλά εγώ γκρίνιαζα και την ανάγκαζα να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή. Ποτέ δεν με κούρασε αυτή η περιπλάνηση. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έμεινα μόνος μου και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τους ‘γνωστούς άγνωστους’ όπως είχα συνηθίσει να τους ακούω στην τηλεόραση. Μόνο που εδώ δεν φάνταζαν τόσο τρομακτικοί και κακοί όπως στις ειδήσεις. Ήταν ίδιοι με όλους τους άλλους, ήταν και αυτοί νέοι και γελούσαν, μόνο που έμοιαζαν να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Σαν κάτι να περίμεναν, σαν να προσπαθούσαν να φυλαχτούν από κάτι. Κάπου κάπου υπήρχαν και κάποιοι με καλυμμένα πρόσωπα αλλά και πάλι το χαμόγελο και το καθαρό τους βλέμμα δεν άφηναν περιθώρια φόβου. Όμως οι δικές τους φωτογραφίες ήταν πολύ διαφορετικές. Όχι ασπρόμαυρες, ενθύμια μια άλλης εποχής αλλά έγχρωμες, ντοκουμέντα μιας σύγχρονης πάλης. Φωτογραφίες με φωτιές, καπνούς, κάδους σκορπισμένους στο δρόμο και αναμμένα μπουκάλια μπύρας. φωτογραφίες αληθινές. Σκέφτηκα τότε ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι που έβλεπα και άκουγα ήταν πολύχρωμα ντυμένοι και κρατούσαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες ενώ αυτοί  οι ‘ασπρόμαυροι’ είχαν τόσο ζωντανές φωτογραφίες. Αυτό τότε αυτό μου φάνηκε εξαιρετικά αστείο. Όταν αργότερα ρώτησα τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί εδώ, η μητέρα μου μου απάντησε ότι εδώ ακριβώς είναι το μέρος όπου πρέπει να βρίσκονται αφού κάθε πανεπιστήμιο πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένο με την ελεύθερη έκφραση ιδεών. Το δέχτηκα χωρίς αντίρρηση επειδή για κάποιο λόγο που ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζω τους συμπάθησα εξ αρχής. Ένας ήταν ο μοναδικός και απαράβατος κανόνας του τελετουργικού μας, πότε δεν συμμετέχουμε στην πορεία. Έναν κανόνα που ακολούθησα πιστά ως και το ξεκίνημα της εφηβείας μου, όπου και παρα-βίασα κατ'εξακολούθηση.

Μεγαλώνοντας στην γραφική ερώτηση ‘τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις’ για πάρα πολλά χρόνια η μόνη λογική απάντηση που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν ‘δεν ξέρω, αλλά θα είμαι φοιτητής στο Πολυτεχνείο’. Χρειάστηκε αρκετός καιρός για να καταλάβω ότι αυτό που με ενθουσίαζε στην επέτειο του ’73 δεν ήταν οι πανεπιστημιακές αίθουσες, οι ιστορίες και τα τραγούδια. Ήταν το γεγονός πως νέοι άνθρωποι αψήφησαν το βόλεμα, αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και να υποταχθούν σε ένα καθεστώς το οποίο τους ανάγκαζε να εγκαταλείψουν κάθε μορφή ατομικότητας. Κραύγαζαν για ψωμί, παιδεία και ελευθερία όχι μόνο γιατί δεν είχαν αλλά πάνω από όλα επειδή ένιωσαν πως όσα είχαν δεν τους ήταν αρκετά, και αυτό από μόνο του κάνει την διαφορά. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς κινητά τηλέφωνα και ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατάφεραν να έρθουν πιο κοντά από ότι θα έρθω εγώ ποτέ με οποιονδήποτε συμφοιτητή μου στο ίδιο αμφιθέατρο, μόνο και μόνο επειδή είχαν κοινά όνειρα. Όνειρα τα οποία δεν περιορίζονταν σε μια θέση στο δημόσιο ή σε μία διευθυντική καρέκλα. Ένιωσαν αισθήματα αλληλεγγύης και συμπόνοιας για τους γύρω τους, κατάφεραν να αισθανθούν το τί  σημάνει να είσαι άνθρωπος. Το τι συνέβη στην πορεία δεν νομίζω πως έχει ουσία. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε Μεσσίες,  ούτε παντογνώστες αλλά ούτε και αλάθητοι. Κάποιοι από αυτούς έγιναν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί της γενιάς μας, κάποιοι ίσως να παλεύουν ακόμα για τα ίδια ιδανικά και σίγουρα οι περισσότεροι βολεύτηκαν τελικά μέσα στο πιο ανεκτό και ελεύθερο καθεστώς που ακολούθησε. Παρόλα αυτά θεωρώ πως αυτοί οι νέοι εκπλήρωσαν το καθήκον τους απέναντι στην γενιά τους. Δεν βρέθηκαν απλά στο σωστό μέρος την σωστή στιγμή αλλά κατάφεραν να δημιούργησαν και το μέρος και την στιγμή.


Τώρα πια που μεγάλωσα και έμαθα τι σημαίνουν όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις, που κρύβω και εγώ καμιά φορά το πρόσωπο μου και που κατάλαβα γιατί η μητέρα μου δεν ήθελε να πηγαίνω στις πορείες, μου έχει μείνει μόνο μια απορία προς την γενιά μου. Γιατί εμείς που απέχουμε 37 χρόνια από όλους εκείνους δεν θα καταφέρουμε ποτέ να σταθούμε αντάξιοι του σήμερα;      


ΥΓ. Ακόμα μπορώ και ακούω την φωνή σου να μου τραγουδάει τον ‘δρόμο’ και αυτή είναι η πιο γλυκιά παιδική μου ανάμνηση. Είναι άλλωστε το αγαπημένο σου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Sample text

Sample Text